Κώστας Καραγκούνης: Δάση, αυθαίρετα και το Ελληνικό παράλογο

Ήρθε η ώρα να τεθούν αυτά τα ζητήματα προς διαβούλευση στο τραπέζι και να ληφθούν αποφάσεις. Ό,τι αποφάσεις και αν ληφθούν σε νομοθετικό επίπεδο θα πρέπει να υπάρξει παράλληλα διοικητική και επιχειρησιακή μέριμνα για την ορθή εφαρμογή τους σε εθνικό επίπεδο.

Είτε στο θέμα των δασών, είτε στο θέμα της δόμησης (αυθαίρετης και μη), είτε στο θέμα της οριοθέτησης του δημόσιου χώρου, η Ελλάδα δυστυχώς είναι μια χώρα στην οποία η ατομική ιδιοκτησία είναι πολλά χρόνια στο στόχαστρο. Ειδικά όσον αφορά τα δάση, τα ζητήματα που έχουν προκύψει με την παλαιότερη αλλά και την τρέχουσα ανάρτηση των Δασικών Χαρτών είναι αναμενόμενα και γνωστά από ετών στη Ελληνική Διοίκηση.

Όλα αυτά τα χρόνια δεν υπήρξε μακροπρόσθεσμη ενιαία εθνική πολιτική για την οριστική επίλυση αυτών. Αντ΄αυτής, επιλέχθηκαν κατά το παρελθόν αποσπασματικές πολιτικές, για να γίνει διαχείριση περισσότερο του προβλήματος παρά για να υπάρξει οριστική λύση. Η Δημόσια Διοίκηση αρκούνταν σε διοικητικές διευθετήσεις των θεμάτων σποραδικά, όποτε αυτά ανέκυπταν, βάσει της κείμενης νομοθεσίας και έμενε επίπλαστα ευχαριστημένη που επιτελούσε το καθήκον της ενώ στην πραγματικότητα απλά διόγκωνε το πρόβλημα, χωρίς να κοιτάει κατάματα την σκληρή πραγματικότητα. Και βέβαια, όχι μόνο στο θέμα των δασών, από όπου προήλθε η παροιμιακή πλέον φράση «άπαξ δάσος, πάντα δάσος», αλλά και σε όλα τα λοιπά θέματα δόμησης και οριοθέτησής του δημόσιου χώρου. Μονότονα, τελικά, ο «ιδιοκτήτης» ήταν πάντα ο χαμένος.

Σήμερα, για να καταλάβουμε για τί μιλάμε, το σύνολο λ.χ των οικισμών της επικράτειας, μεταξύ των οποίων και ιστορικών οικισμών που αποτελούν μαγνήτη για όλον τον κόσμο, δεν έχουν νόμιμες οριοθετήσεις, γιατί φθάσαμε στο σημείο, οι οριοθετήσεις που κατά καιρούς έκανε το δημόσιο, να κριθούν και αυτές παράνομες από τα Δικαστήρια με αποτέλεσμα, πολλοί, να μην ξέρουν σήμερα με ασφάλεια τί τους ανήκει. Και το αποτέλεσμα δυστυχώς είναι σε όλους μας γνωστό. Μια ματιά να ρίξει κανείς στον αριθμό των αυθαιρέτων εντός και εκτός σχεδίων πόλεων αλλά και του θλιβερού φαινομένου των συνεχόμενων κάθε χρόνο δασικών πυρκαγιών αρκεί για να καταλάβει κανείς τί έχει συμβεί στη χώρα.

Το αποτέλεσμα είναι, διακόσια χρόνια από την ανεξαρτησία της Ελλάδος, να μην υπάρχει οριστική καταγραφή των δασών της χώρας. Οι Δασικοί Χάρτες, ένα εξαιρετικά σημαντικό έργο για πολλούς τομείς της χώρας (προστασία δασών, χωροταξικό, αδειοδοτήσεις, αναπτυξιακή πολιτική, κ.λπ.) που άρχισε πριν 23 έτη, βρίσκεται ακόμη στον αέρα. Αν μάλιστα δεν είχε αναλάβει δράση το Ελληνικό Κτηματολόγιο πιθανώς δεν θα ξεκινούσε ποτέ.

Μια σύγχρονη όμως ευρωπαϊκή χώρα, εν έτει 2021, δεν μπορεί πια να προχωρήσει κατ’ αυτό τον τρόπο αλλά οφείλει από τη μια να αντιμετωπίσει ολοκληρωμένα την προστασία των δασών και του φυσικού περιβάλλοντος αλλά από την άλλη να προστατεύσει επιτέλους την ατομική ιδιοκτησία. Και αυτό να γίνει βάσει μια ενιαίας εθνικής πολιτικής λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τα επιστημονικά και κοινωνικοοικονομικά δεδομένα αρχικά εντός του συνταγματικού πλαισίου αλλά και αμέσως μετά μέσω μιας έντιμης και αυτονόητης κατά την άποψή μου συνταγματικής αναθεώρησης.

Η μόνη σοβαρή προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος έγινε επί κυβέρνησης Μητσοτάκη όπου πράγματι τότε αλλά και μετέπειτα με την ξεκάθαρη θέση που είχε διαχρονικά αναδείξει ο πρώην Πρωθυπουργός αξιολόγησε σε σωστή βάση τί πραγματικά σημαίνει «άπαξ δάσος, πάντα δάσος» και είχε ειλικρινά προσπαθήσει, να αναθεωρήσει το άρθρο 24 του Συντάγματος. Δυστυχώς όμως οι προσπάθειές του δεν έπιασαν τόπο.

Ορθώς λοιπόν σήμερα η κυβέρνηση έχει αναλάβει νομοθετικές πρωτοβουλίες να βρει λύση στα διαχρονικά αδιέξοδα αλλά η προσπάθεια αυτή θα πρέπει να έχει στόχο να αντιμετωπιστούν ολοκληρωμένα και θεσμικά τα ζητήματα σε εθνικό επίπεδο και όχι μόνο σε τοπικό, όπως λόγου χάρη γίνεται στα Δωδεκάνησα. Διότι η επίλυσή τους δεν αφορά μόνο την προστασία των δασών αλλά και το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς. Δηλαδή την σύνταξη του κτηματολογίου. Για του λόγου το ασφαλές, ο χαρακτηρισμός μιας έκτασης ως δασικής επηρεάζει όχι μόνο την χρήση του ακινήτου αλλά και το ιδιοκτησιακό καθεστώς υπό προϋποθέσεις. Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος.

Τα κύρια αυτά ζητήματα συνοψίζονται σε τρεις κατηγορίες. Πρώτα απ΄όλα στους Δασωμένους Αγρούς οι οποίοι πρόκειται για εκτάσεις οι οποίες ήταν αγροτικές το 1945/1960 λόγω εγκατάλειψης της αγροτικής δραστηριότητας και δασώθηκαν φυσικώς σε βάθος χρόνου. Στις εκτάσεις αυτές το εμπράγματο δικαίωμα του Δημοσίου δεν προκύπτει από πουθενά έστω και αν σήμερα δασώθηκαν. Δεύτερον, σε χορτολιβαδικές εκτάσεις που πρόκειται για εκτάσεις με χαμηλούς θάμνους διαφόρων ειδών, οι οποίες σε καμιά περίπτωση δεν συνιστούν δασοβιοκοινότητα ή δασογενές περιβάλλον. Για την πλήρη θεσμική διευθέτηση όμως του θέματος επιβάλλεται και ειδικότερη αλλαγή του ΠΔ 32/2016. Και τρίτον στα εκχερσωμένα δάση και τις δασικές εκτάσεις οι οποίες πρόκειται κυρίως για δάση και δασικές εκτάσεις που έχουν εκχερσωθεί παρανόμως και έχουν αποδοθεί προς αγροτική εκμετάλλευση και συγχρόνως λαμβάνουν ετήσια ενιαία ενίσχυση από πόρους της ΕΕ μέσω ΟΣΔΕ. Μόνο μέσω σοβαρής συζήτησης με τους θεσμικούς φορείς μπορεί να υπάρξει μια ουσιαστική προσέγγιση του ζητήματος και το θέμα να μπορεί με κάποιο τρόπο να επιλυθεί δεδομένου ότι οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις επί Σύριζα κρίθηκαν αντισυνταγματικές.

Διότι ας μην ξεχνάμε ότι όπως είναι σήμερα η κατάσταση υπάρχει διπλός κίνδυνος. Από τη μια απειλούνται οι επιδοτήσεις των αγροτών που τόση ανάγκη έχουν να τις λαμβάνουν στις δύσκολες αυτές οικονομικές στιγμές και από την άλλη το φυσικό περιβάλλον πρέπει να προστατευθεί. Ήρθε η ώρα λοιπόν να τεθούν αυτά τα ζητήματα προς διαβούλευση στο τραπέζι και να ληφθούν αποφάσεις. Ό,τι αποφάσεις και αν ληφθούν σε νομοθετικό επίπεδο θα πρέπει να υπάρξει παράλληλα διοικητική και επιχειρησιακή μέριμνα για την ορθή εφαρμογή τους σε εθνικό επίπεδο. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να γίνει κάτι απολύτως κατανοητό.

Όσον αφορά το τελευταίο λόγω της μεγαλύτερης ανάλυσης και λεπτομέρειας που απαιτείται για τη διάκριση των δασών, των δασικών και χορτολιβαδικών εκτάσεων και μάλιστα ανά είδος, καθώς και των επιπτώσεών τους στη χρήση και στην ιδιοκτησία, αυτό που θα πρέπει τώρα να προχωρήσει και να πραγματοποιηθεί είναι η έναρξη σύνταξης του Δασολογίου που αποτελεί και συνταγματική επιταγή σύμφωνα με το άρθρο 24. Δασολόγιο που και οι σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας το προβλέπουν.

Βέβαια το μείζον παραμένει σε εκκρεμότητα και όσο δεν λύνεται θα διαιωνίζει το πρόβλημα. Και αυτό δεν είναι άλλο από το να αποφασίσει επιτέλους το πολιτικό σύστημα να προχωρήσει σε μια αυτονόητη, λογική και αναγκαία αναθεώρηση του άρθρου 24 του Συντάγματος.

Πηγή: ieidiseis.gr